πορτιέρης

πορτιέρης
ο , πορτιέρισσα η
1) швейцар, портье; привратник; 2) вахтёр, сторож

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πορτιέρης" в других словарях:

  • πορτιέρης — ο, θηλ. πορτιέρισσα, Ν θυρωρός, φύλακας τής πόρτας, τής εισόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. portiere < porta] …   Dictionary of Greek

  • πορτιέρης — ο θυρωρός, αλλ. πορτάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… …   Dictionary of Greek

  • καπιτζής — καπιτζής, ὁ (Μ) πορτιέρης τής οθωμανικής Αυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kapici] …   Dictionary of Greek

  • πορτοφύλακας — ο, Ν πορτιέρης, θυρωρός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»